σπορίου

σπορίου
σπόριον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σπορίου — Σπόριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδοσπόρια — Είδη αναπαραγωγικών μορφών των βακτηρίων και των κυανοφυκών. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϊόντα της αντίδρασης του βακτηριακού ή του κυττάρου του κυανοφύκους σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βακτήρια… …   Dictionary of Greek

  • μυξαμοιβάδα — η βοτ. κύτταρο που προέρχεται από τη βλάστηση τού σπορίου τών μυξομυκήτων και το οποίο αποτελείται από γυμνή πρωτοπλασματική μάζα, χωρίς κυτταρική μεμβράνα, και είναι ικανό για αμοιβαδοειδείς κινήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. myxamibe (< …   Dictionary of Greek

  • πλανοκύτταρο — το, Ν (μυκητ.) (στους μυξομύκητες) αμοιβαδοειδές κύτταρο, τύπος ζωοσπορίου που κινείται με τη βοήθεια μαστιγίων και χωρίς κυτταρικό τοίχωμα, το οποίο παράγεται από τη βλάστηση ενός σπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού αγγλ. swarn cell < πλανώμαι +… …   Dictionary of Greek

  • προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόνημα — το, Ν βοτ. 1. η νεαρή μορφή ενός βρυοφύτου που αναπτύσσεται από την εκβλάστηση ενός σπορίου 2. το όρθιο πράσινο νήμα που αναπτύσσεται από την εκβλάστηση τού ζυγωτού στα φύκη τής διαίρεσης χαρόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. protonema… …   Dictionary of Greek

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόδερμα — το, Ν βοτ. σαρκώδες στρώμα μεταξύ ενός φυτικού σπορίου και τού περικαλύμματός του …   Dictionary of Greek

  • σποροκύστη — η, Ν βιολ. 1. αναπτυξιακό στάδιο τών τρηματωδών πλατυελμίνθων το οποίο προέρχεται από τον μετασχηματισμό τής προνύμφης μειρακίδιο μετά την εισχώρησή του στον ενδιάμεσο ξενιστή 2. (στους κατώτερους μύκητες) κύτταρο που περικλείει τα μονογονικά… …   Dictionary of Greek

  • σκωριάσεις — Ασθένειες ποωδών και ξυλωδών φυτών, που προκαλούν συχνά σοβαρές ζημιές σ’ αυτά και οφείλονται στους Σκωριομύκητες, παράσιτους μύκητες της τάξης των ουρεδινωδών (Βασιδιομύκητες): το όνομα σκωρίαση οφείλεται στους κονιορτώδεις σωρούς, που έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”